Καλυψώ

Καλυψώ
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν νύμφη, κόρη του Άτλαντα και της Πλειόνης, γνωστή ιδιαίτερα από το επεισόδιο που αναφέρεται στον Όμηρο (Οδύσσεια), κατά το οποίο η Κ. υποδέχτηκε ναυαγό τον Οδυσσέα και τον κράτησε κοντά της στο μακρινό νησί της Ωγυγίας δέκα χρόνια, με την υπόσχεση ότι θα τον έκανε αθάνατο. Κατά τον Ησίοδο (Θεογονία) η Κ. απέκτησε από τον Οδυσσέα δύο γιους, τον Ναυσίθοο και τον Ναυσίνoo.
Ορισμένοι μελετητές, παρακινούμενοι από την προέλευση του ονόματός της (από το ρήμα καλύπτω), που δεν είναι όμως σαφές αν δηλώνει αυτήν που καλύπτει ή αυτήν που καλύπτεται, τη θεωρούν θεότητα του θανάτου, της νύχτας, του Κάτω κόσμου. Δεν έχει καταγραφεί λατρεία της.
II
Ονομασία δύο οικισμών.
1. Οικισμός (15 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα.
2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 38 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δαφνουσίων.
III
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Απριλίου 1858. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 11,5 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,81. Διεθνώς ονομάζεται Kalypso53.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καλυψῶ — Καλυψώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Καλυψώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψώ — η κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλυψῶ — καλύπτω oc culo fut ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύψω — καλύπτω oc culo aor subj act 1st sg καλύπτω oc culo fut ind act 1st sg καλύπτω oc culo aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψοῦς — Καλυψώ fem nom/voc pl Καλυψώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Калипсо — (Καλυψώ) нимфа на баснословном о ве Огилия, куда спасся Одиссей на обломке корабля, разбитого молнией Зевса за истребление быков Гелиоса (см. Одиссей). Одиссей жил 7 лет на о ве К., которая тщетно желала соединиться с ним навеки, предлагая ему… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Καλυψοῖ — Καλυψώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψοῦν — Καλυψώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψόα — Καλυψώ fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”